- σύνοικα
- σύνοικοςdwelling in the same house withneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νημερτίνοι — οι ζωολ. μικρό φύλο ασπόνδυλων ζώων στο οποίο ανήκουν κυρίως ελεύθερες μορφές αλλά λίγα σύνοικα είδη καρκινοειδών και μαλακίων τα οποία είναι οι απλούστεροι οργανισμοί από εκείνους που έχουν κυκλοφοριακό σύστημα και έντερο, καθώς και διακριτό… … Dictionary of Greek